βαβούλι

βαβούλι
τό
1) почка; бутон; 2) бот. коробочка; стручок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαβούλι" в других словарях:

  • βαβούλι — το 1. το μπουμπούκι: Αυτό το βαβούλι είναι έτοιμο να σκάσει. 2. το περίβλημα από τα όσπρια: Καθάρισε τα φασόλια από το βαβούλι τους! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαβούλι — το (Μ βαβάλιν) το μπουμπούκι νεοελλ. 1. ο κλειστός καρπός του βαμβακιού 2. το εξώφυλλο του καρπού, το περικάρπιο 3. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. valvulus, με ανομοιωτική αποβολή του λ , ενώ ο τ. βαβάλιν με εξακολουθητική… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»